- σιναίος
- (I)-α, -ο / σιναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σινάϊος, -αΐα, -ον, ΝΜΑ [Σινᾱ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά ή στη Μονή τού Σινά («Σιναία Σχολή» — σχολή που λειτούργησε επί έναν σχεδόν αιώνα, από το 1550 ώς το 1640, στο σιναϊτικό μετόχιο τής Μονής τής Αγίας Αικατερίνης στο Ηράκλειο τής Κρήτης και στην οποία οι μαθητές διδάσκονταν Θεολογία, Εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική, Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Φιλοσοφία, Ρητορική και, πιθανώς, άλλες γλώσσες).————————(II)-α, -ο, Ν φρ. «Σιναία Ακαδημία» — η Ακαδημία Αθηνών με το όνομα τού εθνικού ευεργέτη Σίμωνος Σίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίνας, όνομα εθνικού ευεργέτη + κατάλ. -αίος*. Το θηλ. τού επιθ. Σιναία (Ακαδημία), μαρτυρείται από το 1874 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.